ὀρέγματος

ὀρέγματος
ὄρεγμα
stretching out
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • όρεγμα — ὄρεγμα, τὸ (Α) [ορέγω] 1. (κυρίως για τα χέρια αλλά και για τα πόδια) έκταση, άπλωμα (α. «προτείνει δὲ χεὶρ ἐκ χερὸς ὀρέγματα», Αισχύλ. β. «διὰ τὸ μέγεθος τοῡ ὀρέγματος» εξαιτίας τού ανοίγματος τού βήματος, Αριστοτ.) 2. το να προσφέρει κάποιος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”